- οικότριψ
- οἰκότριψ, -ιβος, ὁ (Α)1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.)2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.)3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» — ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τριψ, -ιβος (< τρίβω), πρβλ. αστύ-τριψ, πεδό-τριψ].
Dictionary of Greek. 2013.