οικότριψ

οικότριψ
οἰκότριψ, -ιβος, ὁ (Α)
1. δούλος που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο σπίτι («μετὰ τῶν οἰκοτρίβων παίζειν», Αιλ.)
2. μτφ. εξοικειωμένος με κάτι («οἰκότριβες ἐν φιλοσοφίᾳ», Φιλόδ.)
3. φρ. «οἰκότριψ κλώψ» — ποντίκι που έχει τη φωλιά του μέσα στο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -τριψ, -ιβος (< τρίβω), πρβλ. αστύ-τριψ, πεδό-τριψ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰκότριψ — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκοτρίβων — οἰκότριψ masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότριβα — οἰκότριψ masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότριβας — οἰκότριψ masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότριβες — οἰκότριψ masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότριβι — οἰκότριψ masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότριβος — οἰκότριψ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότριψι — οἰκότριψ masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰκότριψιν — οἰκότριψ masc dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”